- σαρδόνυχος
- σαρδόνυξsardonyxmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρδόνυχας — ο / σαρδόνυξ, υχος, ΝΜΑ, και σαρδόνυχος Μ διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σάρδη χρησιμοποιείται ευρύτατα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως ημιπολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» +… … Dictionary of Greek